- τηλεφωνογράφος
- ο, Νμετρητής που επιτρέπει την καταγραφή τού αριθμού και τής διάρκειας τών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο + -γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
τηλεφωνόμετρο — το, Ν τεχνολ. τηλεφωνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο + μέτρο] … Dictionary of Greek